20 August 2014

Η κοσμοθεωρία της τελειότητας

«Όλοι οι άνδρες είναι έτσι»...

«Όλες οι γυναίκες είναι αλλιώς»...

«Όλοι οι άνθρωποι είναι κακοί»...
                                                       (...«εκτός από κάποιες εξαιρέσεις»)

Το υποκείμενο θύμα μιας κατάστασης, ενός έργου που ζει κατεπανάληψη, καταλήγει στο να σχηματίσει τη δική του κοσμοθεωρία, τη δική του αλήθεια που εξηγεί τα γεγονότα και κατευνάζει την απόγνωση του τραυματικού «γιατί όλα αυτά τυχαίνουν συνέχεια σε εμένα;». «Οι άνδρες», «οι γυναίκες», το Χ σύνολο, σημαίνον της παράστασης, γίνεται σύμβολο ενός χαρακτηρισμού Ψ. Επειδή μάλιστα αυτή η κοσμοθεωρία τίθεται συχνά υπό αμφισβήτηση με εκ νέου παρατηρήσεις, το υποκείμενο έχει μάθει να συλλέγει στοιχεία που να την επιβεβαιώνουν. Συναναστρέφεται με άτομα που έχουν καταλήξει στα ίδια συμπεράσματα και μοιράζονται τα ίδια σύμβολα, τα επικυρώνει σε στήλες περιοδικών με στατιστικές μελέτες που αγνωούν την ξεχωριστή φωνή του κάθε ανθρώπου και τον ανάγουν σε ένα αριθμητικό ποσοστό, μέρος μιας καθολικής αλήθειας.. δεν υπάρχει καθολική αλήθεια, ο καθένας έχει τη δική του αλήθεια. 

Αυτός ο τρόπος χειρισμού του ανεξήγητου τραύματος, δεν είναι προϊόν καινούργιο, μιας σκέψης που έχει ωριμάσει, αλλά έχει ρίζες στα πρώτα κιόλας χρόνια της παιδικής ηλικίας, με την προσπάθεια να δοθούν απαντήσεις κι εξηγήσεις στο τραύμα της ίδιας της ζωής: «Γιατί γεννήθηκα; Με ποια επιθυμία γεννήθηκα;», «πώς ήρθα στον κόσμο, από πού έρχονται τα παιδιά στον κόσμο;», «ποια η διαφορά στο αγόρι και στο κορίτσι;», «τι σχέση με αυτά έχει ο πατέρας και η μητέρα;». Το παιδί, προσπαθώντας να τοποθετήσει τον εαυτό του μέσα στις απαντήσεις, συμπεραίνει και τον ρόλο του μέσα στον κόσμο, ώστε αυτός ο κόσμος να είναι τέλειος, να εξηγεί το τραυματικό. Οι απαντήσεις συμπεραίνονται από τα σημαίνοντα που λαμβάνονται από τον μεγάλο Άλλο, που στην αρχή ενσαρκώνεται από τη μητέρα και τον πατέρα, έπειτα μέσα στη γλώσσα από τα κάθε λογής σημαίνοντα που μας περιτριγυρίζουν: κοινωνικοί θεσμοί, κουλτούρα, νόμοι, θρησκεία. Ένα αμάλγαμα ιδανικών που σχηματίζει την εικόνα του τέλειου μας εαυτού, του ιδανικού-του-εγώ ως φωνή της συνείδησης. Κι αυτό το ιδανικό-του-εγώ δημιουργεί μια ασυνείδητη φαντασίωση, όπου ερμηνεύοντας την έλλειψη στον Άλλο, το υποκείμενο λαμβάνει και απολαμβάνει τη δική του θέση στο να συμπληρώνεται αυτή η έλλειψη ώστε ο Άλλος να εξακολουθεί να είναι τέλειος. Το «είμαι το θύμα» δεν είναι ένδειξη της ατέλειας του κόσμου, αλλά ακριβώς της τελειότητας που συμπληρώνει και ισορροπεί το «ο κόσμος είναι κακός». Ατέλεια θα εμφανιζόταν αν ένα από τα δυο δεν υπήρχε.

«Όλοι οι άνδρες είναι έτσι»...

«Όλες οι γυναίκες είναι αλλιώς»...

«Όλοι οι άνθρωποι είναι κακοί»...

Αυτή η κοσμοθεωρία δεν χωράει αμφισβήτηση. Ό,τι την διαταράσσει, απωθείται, εκλογικεύεται, ανάγεται στην σπάνια εξαίρεση. Αν τα σύμβολα κλονιστούν, το υποκείμενο βρίσκεται αντιμέτωπο με τον κλονισμό του τέλειου Άλλου. Κλονίζεται η εγγύηση της κοσμοθεωρίας που καλύπτει το τραυματικό του ανεξήγητου παθήματος, του «γιατί όλα αυτά τυχαίνουν συνέχεια σε εμένα;». Το υποκείμενο βρίσκεται αντιμέτωπο με το άγχος του πραγματικού, της πραγματικής αλήθειας, σε αντίθεση με την κατασκευασμένη αλήθεια που σκοπό έχει να καλύψει την πραγματική και το άγχος που συνεπάγεται: Την ευθύνη του ιδίου του υποκειμένου στο να διατηρεί τη θέση του θύματος, ο δικός του ενεργός ρόλος να θυματοποιείται, η δική του φαντασίωση να θέλει να απολαμβάνει ως θύμα! Εμφανίζεται η αλήθεια του υποκειμένου που απολαμβάνει το σύμπτωμά του και δεν θέλει να το αποχωριστεί. Θέλει να το κρατήσει πάση θυσία, όπου στην προκειμένη περίπτωση η θυσία είναι του ίδιου του υποκειμένου, γίνεται δηλαδή πάλι θύμα, ένας φαύλος κύκλος για να διατηρηθεί η κοσμοθεωρία που κατευνάζει το άγχος δίνοντας νόημα στην κατάσταση που βιώνει. Δεν προσφέρει όμως κάποια αλλαγή στον επαναληπτικό της χαρακτήρα, ίσα-ίσα τη διαιωνίζει.

«Γιατί όλα αυτά τυχαίνουν συνέχεια σε εμένα;» διερωτάται προσπαθώντας να εμπλέξει την τύχη, που κατακρίβειαν είναι α-τυχία, απουσία τύχης, απουσία τυχαιότητας. Κάποιο στοιχείο παίζει ενεργό ρόλο στη δημιουργία και επανάληψη της θυματοποίησης. Διότι το να γνωριστούμε για παράδειγμα με κάποιον άνθρωπο στη ζωή πιθανόν να είναι τυχαίο. Το πώς θα τον εντάξουμε όμως στη δική μας ζωή, καθορίζεται από κάποια αιτία: Η ασυνείδητη επιθυμία που τοποθετεί στη ζωή μας το ανάλογο άτομο στην κατάλληλη θέση για ικανοποίηση της ασυνείδητης μας φαντασίωσης. Το υποκείμενο θύμα, μόνο του επιλέγει τον θύτη.

Κι αν προηγουμένως αναφέρθηκα στο άγχος μπροστά στη θέα της προσωπικής ευθύνης στην απόλαυση του συμπτώματος, το ότι δηλαδή δεν φταίνε οι άλλοι που θυματοποιούμαι αλλά μόνος μου κρατάω αυτή τη θέση, η αιτία του άγχους δεν είναι αυτό καθαυτό το γεγονός της αντίληψης του ότι το απολαμβάνουμε. Το άγχος συνίσταται στο ότι για την απελευθέρωση από το σύμπτωμα απαιτείται η παραχώρηση αυτής της απόλαυσης. Το άγχος επέρχεται μπροστά στον κίνδυνο του αποχωρισμού της απόλαυσης. Μπρος στο χρέος για ζωή, το τίμημα που πρέπει να πληρωθεί, ο αποχωρισμός της απόλαυσης, έστω κι αν αυτή η απόλαυση είναι προβληματικής φύσης, φαντάζει τίμημα θανάτου. Διότι η απόλαυση πηγάζει από τον Άλλο, δια μέσω του οποίου το σύμπτωμα αποκτά νόημα, του Άλλου ως εγγυητή του «έτσι είναι η ζωή», με τον οποίο είναι δέσμιο το υποκείμενο. Ο χωρισμός του υποκειμένου από τον Άλλο είναι συνεπώς χωρισμός από τον εγγυητή της ύπαρξης. Καθώς η σκέψη και η απόφαση είναι ασυνείδητες διεργασίες, είναι δηλαδή εκφράσεις της φωνής του Άλλου, του ιδανικού-του-εγώ μέσα μας το οποίο μας ορίζει τι είναι καλό και τι είναι κακό, τι είναι σωστό και λάθος, τότε αυτή η φωνή του Άλλου δεν μπορεί να ακυρώσει τον ίδιο τον Άλλο, δηλαδή να αυτοαναιρεθεί. Αυτό απαιτεί την αποκλειστική ευθύνη του υποκειμένου, η πράξη δηλαδή του χωρισμού είναι μια πράξη χωρίς εγγυητή. Κανείς δεν εγγυείται στο υποκείμενο τι έπεται, εξού και το άγχος θανάτου. Είναι όμως ένας θάνατος που γεννά ένα καινούργιο, ελεύθερο υποκείμενο. Η δε απόλαυση που έχει αποχωριστεί, γίνεται αντικείμενο θυσίας που αντικαθιστά τη μέχρι τώρα θυσία του ιδίου του υποκείμενου. Ανοίγει τον δρόμο στην ηθική, στην απελευθερωμένη από τον Άλλο επιθυμία, τη δημιουργία ιδιαίτερης ταυτότητας και προσωπικών απαντήσεων που αναδύουν μια άλλη απόλαυση μη προβληματική έναντι στην ατέλεια του Άλλου, μια απόλαυση που δεν χρειάζεται κοσμοθεωρίες.


Άγγελος