12 March 2015

Μαλώνουν ένα παιδί



Παρατηρώ να δημοσιεύεται κατά καιρούς το πιο πάνω σκίτσο και νιώθω την ανάγκη να κάνω ορισμένες παρεμβάσεις σε αυτονόητες επιφανειακά ερμηνείες. Το σκίτσο προσπαθεί να αποτυπώσει μια προβληματική μεταβολή της θέσης των γονέων, οι οποίοι στην πιο παλιά εποχή επιρρίπτουν ευθύνες στο παιδί που “λαμβάνει” τη βαθμολογία  (το ενεργητικό ρήμα “λαμβάνω” να δηλώνει ότι η ευθύνη της βαθμολογίας είναι σε αυτόν που την λαμβάνει, στο παιδί), ενώ στην σύγχρονη εποχή να επιρρίπτουν ευθύνες στον δάσκαλο που “δίνει” την βαθμολογία (ομοίως με προηγουμένως, το ενεργητικό ρήμα “δίνω” να δηλώνει ότι η ευθύνη της βαθμολογίας είναι σε αυτόν που την δίνει, στον δάσκαλο).

Επεκτείνοντας λίγο την πιο πάνω διατύπωση, συναντούμε το παιδί της πρώτης εικόνας, δέκτη όλης της πίεσης των γονέων, να αντιδρά και να γίνεται ο γονιός της δεύτερης εικόνας που δεν επιρρίπτει καμία ευθύνη στο παιδί, αλλά την μεταφέρει σε λάθος άτομο.

Αυτό θα ήταν ένα εκ πρώτης όψεως μήνυμα, όμως πέραν από τις πιο πάνω υποκειμενικές περιγραφές επίρριψης ευθύνης, που τοποθετουνται σε εικονο-φαντασιακή διάσταση (imaginary) κατά τον Λακάν, το σκίτσο απεικονίζει κάτι πραγματικό: Η αληθινή θέση των γονέων όχι μόνο δεν μεταβάλλεται από την μια εικόνα στην άλλη, αλλά παραμένει σταθερός άξονας του προβλήματος: Οι γονείς και στις δυο περιπτώσεις δεν αναλαμβάνουν τη δική τους ευθύνη για τη βαθμολογία του παιδιού τους, αλλά την μεταφέρουν πάνω στους άλλους.

Το παιδί δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να υποθέτει τη θέση του στη ζωή σε σχέση με μια επιθυμία, μια ασυνείδητη φαντασίωση των γονιών του. Το γεγονός ότι ένα παιδί έχει ανάγκη τους γονείς του για να ικανοποιήσει τις βιολογικές του ανάγκες και να ζήσει, είναι αιτία αγάπης. Αγαπά τον Άλλο που το φροντίζει, του ικανοποιεί τις ανάγκες, και δεν μπορεί παρά να στηρίζεται στο ότι και ο Άλλος θα το αγαπά για να του παρέχει ό,τι χρειάζεται.  Πώς όμως να προκαλέσει αυτή την αγάπη του Άλλου προς το ίδιο; Με το να εντοπίσει την έλλειψη του Άλλου και να λάβει τη ανάλογη θέση που να συμπληρώνει αυτή η έλλειψη. Μια θέση στη φαντασίωση των γονιών.

Πρόσφατα βρέθηκα με έναν φίλο, ο οποίος κάποια στιγμή μου ανέφερε ένα καθημερινό περιστατικό που αντιμετωπίζει στην οικογένειά του: Ο γιος του, τεσσάρων χρόνων, αρνείται να φάει και η γυναίκα του, η μάνα του παιδιού, να μαλώνει το παιδί προσπαθώντας να το συνετίσει για να φάει.

- Δοκίμασες να πεις στη γυναίκα σου να μην πιέζει το παιδί;
- Ναι, της λέω “πόσο φαϊ θέλει ένα παιδί, εσύ τρως λιγότερο από αυτόν!”

Θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε στα γρήγορα μια ταύτιση με την μάνα που δεν τρώει, αλλά η αλήθεια βρίσκεται κάπου αλλού..

- Κι αυτή τι σου απαντάει άμα της λες έτσι;
- Μου λέει “χρειάζεται φαϊ για να μεγαλώσει, κι εγώ πώς να είμαι σωστή μάνα άμα δεν τον μαλώσω για να φάει;”

Η μάνα μέσα στην εκφορά της δηλώνει την φαντασίωσή της να είναι σωστή μάνα, και ότι αυτό πραγματοποιείται με το να μαλώνει το παιδί της. Τα πράγματα “μιλάνε” από μόνα τους (ή κατακρίβειαν τα υποκείμενα ομιλούν από μόνα τους): Το παιδί δεν αντιδρά στην μάνα, αλλά ίσα-ίσα κάνει αυτό που θέλει η μάνα. Το παιδί ασυνείδητα γνωρίζει πως πρέπει να φέρει αντίσταση στην απαίτηση της μάνας του, για να την ικανοποιήσει δίνοντάς της τη θέση της σωστής μάνας που θα τον μαλώσει.

Η οποιαδήποτε θέση ενός παιδιού λαμβάνεται ανάλογα με την το πως ερμηνεύει την επιθυμία των γονιών που αγαπά. Σε αυτό το σημείο μπορούμε να αναλογιστούμε την ευθύνη των γονιών στο σκίτσο.

Όμως ας αναφερθώ για λίγο στον μηχανισμό της απώθησης, μια άμυνα προς το τραυματικό, δηλαδή σε κάτι που μας συμβαίνει στο οποίο αδυνατούμε να δώσουμε εξήγηση. Είναι αυτό που κάνει το μεγαλύτερο μέρος της παιδικής μας ηλικίας να μην το θυμόμαστε. Λέω “να μην το θυμόμασετε” διότι το “μην” είναι άρνηση μιας αλήθειας που γνωρίζει πολύ καλά το ασυνείδητο, το "μην" δηλώνει απουσία από την συνείδηση. Η απώθηση είναι αυτό που κάνει τον “παλιό” να θυμάται την εποχή του με τόση νοσταλγία, να την χαρακτηρίζει για την αγνότητά της, διότι το κακό έχει απωθηθεί και παραμένει η εντύπωση μιας “καλής εποχής”.

Με αυτά, μπορούμε να υποθέσουμε μια άλλη αλήθεια που βρίσκεται στο επίπεδο του υποκειμένου της εκφοράς, δηλαδή του ιδίου του σκιτσογράφου, ενός διαφορετικού υποκειμένου από αυτό του εκφερομένου, αυτού δηλαδή που απεικονίζουν τα σκίτσα.

Αν ο σκιτσογράφος έχει κάνει αυτό το σκίτσο θεωρώντας ότι η προβληματική εικόνα είναι η δεύτερη, το ότι δηλαδή μαλώνουν τη δασκάλα, τότε μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι βλέπει τον κόσμο με τα μάτια της δασκάλας που αδίκως κατά τη γνώμη του κατηγορείται. Το πρόσωπο το οποίο μεγαλώνει από τη μια εικόνα στην άλλη, δεν είναι το παιδί που γίνεται γονιός, αλλά το παιδί που γίνεται δάσκαλος - εδώ απεικονίζεται δασκάλα, όμως η συμβολική διάσταση ενσαρκώνει την ιδιότητα δάσκαλος ασχέτως φύλου. Ο σκιτσογράφος εκφέρει το παράπονό του, την δική του αλήθεια, πως όταν ήταν μικρός τον μάλωναν για τα “λάθη” του, όμως σήμερα δεν μαλώνουν τους μικρούς για τα “λάθη” τους, μαλώνουν τους δασκάλους. Ποιοι μαλώνουν; Οι γονείς. Η λέξη “γονείς” που μαλώνουν, ενσαρκώνει τους δικούς του στους γονείς των μαθητών. Το τραυματικό που ο ίδιος ως παιδί μαλώνεται από τους γονείς απωθείται, ενώ παραμένει μια ωραία εικόνα της εποχής. Δίδεται μάλιστα και μια εξήγηση ότι έτσι είναι το “σωστό”, να μαλώνεται το παιδί. Το απωθημένο επιστρέφει όταν ξανά συναντά την εφαρμογή της έννοιας “σωστό”, ότι δηλαδή τώρα δεν μαλώνουν το παιδί. Μέσα στο “δεν” της άρνησης βρίσκεται και η επιβεβαίωση της αλήθειας στο ασυνείδητο, ότι ναι μαλώνουν το παιδί, που είναι το ίδιο παιδί της πρώτης εικόνας, αυτή τη φορά στο ρόλο του δασκάλου. Τελικά το παράπονο είναι: “Γιατί οι γονείς μου με μαλώνουν;” Μέσα από τα σημαίνοντα με τα οποία έχει δεθεί το απωθημένο, επιστρέφει κάνοντας την εμφάνισή του το ίδιο το τραύμα.

Άγγελος