14 August 2015

Φωνή επιθυμίας

Είχε μεγαλώσει ανάμεσα σε ανθρώπους φωνακλάδες, σε ένα μέρος όπου όλοι φωνάζουν διότι κανένας δεν ακούει. Καθένας ερμηνεύει τον κόσμο μέσα από τη δικιά του φαντασίωση, αντιλαμβάνεται τον κόσμο μέσα από τα δικά του, κι επειδή ο ίδιος δεν ακούει, πιστεύει πως αυτό κάνουν και όλοι οι άλλοι. Φωνάζει για να ακουστεί, διότι ο ίδιος δεν ακούει.

Το μέρος στο οποίο είχε μεγαλώσει ονομαζόταν νησί των γαϊδάρων, ίσως ένα διαφορετικό νησί των γαϊδάρων από εκείνο που έχει περιγράψει κάπου αλλού ένας καλός μου φίλος, ίσως πάλι και να είναι στο ίδιο νησί. Το αποκαλούσαν λοιπόν νησί των γαϊδάρων, όχι για το πλήθος των γνωστών τετραπόδων, αλλά διότι λόγω της συχνότητας που οι κάτοικοι έκαναν χρήση του επιθέτου «γάιδαρος» για να χαρακτηρίσουν τους συνανθρώπους τους, τα τετράποδα έπαψαν να διαφέρουν από τους ανθρώπους. Όλοι έφεραν κοινό μοναδικό χαρακτηριστικό, το einzige zug για το οποίο μίλησε ο Φρόυντ και ο Λακάν, ήταν όλοι γάιδαροι.

Κι αν αρχικά αποκαλούσαν γάιδαρο κάποιον με πείσμα και ανυπακοή, αυτή η ανυπακοή με τον καιρό έλαβε μορφή έλλειψης ακοής, γάιδαρος ήταν εκείνος που δεν άκουε τους άλλους. Μα έπρεπε να τους ακούει και πολύ καλά μάλιστα, διότι ένας γάιδαρος διαθέτει τεράστια αυτιά. Γι’ αυτό και κατέληξε να αποκαλούν κάποιον γάιδαρο για τον πούνε ηλίθιο, ιδιώτη, αυτόν που διαθέτει το όργανο της ακοής αλλά δεν το χρησιμοποιεί. Κουφός στην όποια φωνή, προτιμά την υπεραπόλαυση του αυτοερωτισμού του.

Σε εκείνο το νησί, αφού μιλήσαμε για ηλιθιότητα, ευφυΐα θεωρούσε ο καθένας την ικανότητα να κατανοεί κάτι πριν ο άλλος προλάβει να το πει. Μα αν ευφυΐα αποκαλείται κάτι που προβάλλει τη βασική ιδιότητα του ανθρώπου έναντι στα ζώα, την εξυπνάδα και τη χρήση του λόγου, γλώσσα και λογική μαζί, όταν ο άνθρωπος γίνει γάιδαρος, όπως σε εκείνο το νησί, βασική ιδιότητα γίνεται αυτή του ιδιώτη, της κουφαμάρας σε αυτόν το λόγο. Αυτό που θεωρούσε ο καθένας ευφυές, δεν ήταν παρά εκείνο που προέβαλλε την ηλιθιότητα του αυτοερωτισμού του. Τι κατανοεί κάποιος που δεν ακούει, παραμόνο την ίδιά του τη φαντασίωση, αυτό δηλαδή που έχει ήδη στο μυαλό του, ενώ αρνείται να αφουγκραστεί ένα λόγο που απευθύνεται σε αυτόν, είναι κουφός στο λόγο εκείνο. Όπως το περιέγραψε ο Φρόυντ, δεν ψάχουμε το πραγματικό του αντικειμένου της φαντασίωσής μας για να διορθώσουμε την αντίληψη της παραγματικότητας, αλλά ψάχνουμε να ξαναβρούμε το ίδιο το αντικείμενο, αυτό της φαντασίωσης, στη μορφή που το γνωρίζουμε για να βεβαιωθούμε ότι βρίσκεται ακόμη εκεί.

Ο ήρωας μας λοιπόν, αυτός για τον οποίο ξεκινήσαμε να μιλάμε, υπέφερε όπως και πολλοί άλλοι πάνω σε εκείνο το νησί. Αυτό που αναζητούσαν, αυτό που θα κατεύναζε την ένταση στην οποία ζούσαν, την ένταση εκείνης της φωνής, ήταν κάποιον να απαντήσει στη δική τους φωνή. Πώς όμως γίνεται κανείς να μην ακούει αλλά όλοι να περιμένουν απάντηση; Το να βρεθεί κάποιος που ακούει αληθινά, έχει αξία απάντησης. Κι αν η καθημερινή φράση «η σιωπή μου προς απάντησή σου» έχει απαξιωτική σημασία, είναι διότι αυτό που πραγματικά δηλώνει είναι «δεν ακούω τι λες και καλά κάνεις να σωπάσεις όπως κάνω εγώ», ένα σιωπηρό αίτημα με μεγαλύτερη ένταση κι από αυτή της πιο δυνατής φωνής. Η σιωπή αυτού που αληθινά ακούει δεν είναι απαξίωση αλλά χώρος στην επιθυμία εκείνου που ομιλεί.

«Στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα!», βροντοφώναξε μα κανείς δεν άκουσε, ήταν μια φωνή χωρίς επιστροφή. Περίμενε απάντηση, ποτέ δεν πήρε απάντηση. «Καλύτερα να μιλώ στον τοίχο» είπε, σιγανόφωνα αυτή τη φορά μιλώντας στον εαυτό του, αυτή τη φορά δεν περίμενε απάντηση.. αν του απαντούσε ο εαυτός του, η δικιά του φωνή, θα ήταν κάτι τρομακτικό, αυτό που ο Φρόυντ περιγράφει τόσο δικό μας κι όμως ανοίκειο, unheimleihe. Από τον τοίχο όμως περίμενε επιστροφή. Γνώριζε κατά βάθος ότι «οι τοίχοι έχουν αυτιά», κι ότι ένας τοίχος είναι απαραίτητος για να αντηχήσει η δικιά του φωνή, και μέσα στην αντήχηση, χωρίς τρόμο να ακούσει τον εαυτό να εκφέρει το λόγο, την επιθυμία του να μιλά. Έψαχνε κάποιον να ενσαρκώσει αυτή τη λειτουργία του τοίχου, την επιστροφή της φωνής του, όπου θα μπορούσε να αναγνωρίσει στο άκουσμά της «ναι, αυτή είναι η δικιά σου φωνή, η δικιά σου επιθυμία, μην τη διαπραγματεύεσαι, ακολούθησέ την», έψαχνε εκείνον που θα μπορούσε να υποστηρίξει την επιθυμία του.

Αυτοί όμως που απαντούσε, αστεία η συνωνυμία της λέξης «απαντώ» με τη λέξη «συναντώ», δε διέθεταν αυτή τη σημαντική λειτουργία. Ήταν άνθρωποι που δεν μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τη φωνή τους για να υποστηρίξουν την επιθυμία κάποιου άλλου, δεν έφεραν φωνή αγάπης, φωνακλάδες της υπεραπόλαυσης. Με την ένταση της φωνής τους προσπαθούσαν να διαγράψουν κάθε άλλη φωνή, δεν ήταν τοίχος αλλά τείχος σε αυτή, σε κάθε ξένη επιθυμία παρεξηγημένη ως απειλητικό αίτημα προς τους ιδίους. Γι’ αυτό και κουφάθηκαν, για να μην ακούνε φωνές, κουφάθηκαν και μέσα στην κουφαμάρα ούτε τη δικιά τους επιθυμία δεν μπορούσαν να ακούσουν, ξέχασαν τη φωνή της, την απώθησαν καθώς κανείς δεν μπορούσε να τους εγγυηθεί τι είδους φωνή θα ακούσουν. Έγιναν ζητιάνοι μιας εγγύησης για την επιθυμία τους. Αυτό τους έκανε ακόμα πιο φωνακλάδες, μια ελπίδα που τους είχε απομείνει ότι η δικιά τους φωνή θα αντηχήσει άμα είναι δυνατή, αν τύχει να αντηχήσει, όμως ποιος μπορεί να απαντήσει στο προσωπικό αίνιγμα «τι επιθυμώ» παρά του καθενός η δικιά του φωνή..

Μα για να συμβουλεύσει κάποιος έναν κουφό, αυτό προϋποθέτει ότι το πρόβλημα είναι ήδη λυμένο, κι αν η συμβουλή είναι «άκου την επιθυμία σου», το παράδοξο είναι ότι τη συμβουλή αυτή δεν μπορεί ούτε να την ακούσει, ούτε να την ακολουθήσει ένας κουφός.

Άγγελος