30 Ιανουαρίου 2022

Το ωραίο άγχος

Ένα πολύ σύνηθες αίτημα του καθενός είναι «να αγαπηθώ για αυτός/ή που πραγματικά είμαι». Θα ήθελα να αναφερθώ σε αυτό το θέμα, το οποίο είναι άμεσα συσχετισμένο με διάφορα είδη συμπτωματολογίας (άγχος, κρίσεις πανικού κλπ.) τα οποία ενώ θα αποδίδαμε οπουδήποτε αλλού δεν είναι παρά ενδείξεις ότι το υποκείμενο αρπάζεται στο δικό του δόλωμα. Αυτή την αναφορά θα την κάνω παραθέτοντας έναν μύθο, μια αλληγορία, διατυπωμένο από τον ψυχαναλυτή Moustapha Safouan[1] σε ελεύθερη δική μου ερμηνεία η οποία περιλαμβάνει και σχόλιά μου[2]:

Αν βυθίσουμε ένα ραβδί στο νερό, φαίνεται να είναι λυγισμένο ή «σπασμένο». Αυτό λέγεται ότι είναι μια ψευδαίσθηση. Ωστόσο, με αυτόν τον τρόπο η εμφάνιση συμμορφώνεται με εκείνο που θα έπρεπε να είναι όπως δίνεται από την εμπειρία μας, και κατά συνέπεια και με αυτό που περιμένουμε. Αν το ραβδί φαινόταν κυρτό ή ίσιο ή οτιδήποτε άλλο, θα ήταν δικαιολογημένο να υποψιαστεί κάποιος ψευδαίσθηση. Κοινώς, άμα δεν παρατηρείται η αρχική ψευδαίσθηση, τότε μόνο υποψιαζόμαστε ότι υπάρχει κάποια ψευδαίσθηση: όταν δηλαδή παρατηρείται ψευδαίσθηση της ψευδαίσθησης.

Ας υποθέσουμε ότι ο μάγος, αυτός δηλαδή που δημιουργεί την οπτασία ετούτη στον παρατηρητή, είναι το ίδιο το ραβδί. Είναι ετούτο αρκετό για να αποκαλέσουμε το ραβδί ως υποκείμενο; Βεβαίως!.. αν το ραβδί βασανίζεται από το ερώτημα πώς θέλει να το δει ο παρατηρητής, σε ποια μορφή, δηλαδή γενικά ποια μορφή αρέσει περισσότερο σε εκείνον που το βλέπει. Λαμβάνοντας υπόψη αυτό, είναι εύκολο να φανταστεί κανείς ότι το ραβδί θα υιοθετήσει όλες τις πιθανές και φανταστικές μορφές, συμπεριλαμβανομένης της λυγισμένης μορφής, δηλ. της αληθινής, που όμως είναι ψευδώς αληθής ή ψευδώς ψευδής.

Ας υποθέσουμε ότι ο θεατής είναι ένας αδιόρθωτος ωραιολάτρης που πιστεύει ότι υπάρχει μια φιγούρα πιο τέλεια από οποιανδήποτε άλλη, π.χ. ότι ο κύκλος είναι το τέλειο σχήμα, και βλέποντας το ραβδί να παίρνει αυτήν τη μορφή βουτάει ο ίδιος στο νερό με την πεποίθηση ότι μπορεί να αρπάξει εκεί το αιώνια πολυπόθητο αντικείμενό του.

Είναι σαφές ότι το αποτέλεσμα θα είναι μια πλήρης αποτυχία.. και από τις δυο πλευρές: Καμία συμφιλίωση του ραβδιού με τον εαυτό του, διότι θα πρέπει να παρουσιάζεται ως κάτι άλλο από εκείνο που είναι, και καμιά συμφιλίωση μεταξύ του ραβδιού και του θεατή ο οποίος δεν πρόκειται να συναντήσει αυτό που περιμένει. Και οι δυο πλευρές όμως αφορούν το ίδιο το ραβδί, μια διπλή αποτυχία για το υποκείμενο, αφού το μόνο συμπέρασμα που θα βγάλει το ραβδί από αυτό που θεωρεί ως επιτυχημένο του δόλο (ή δόλωμα) είναι ότι ο θεατής δεν το αγαπά για τον εαυτό του, αλλά για την ψεύτικη εμφάνιση που έχει παρουσιάσει. Ίσως η μόνη επιτυχία είναι ότι θα καταλήξει σε ετούτη την αλήθεια. Θα είστε σίγουρα εξοικειωμένοι με την ερώτηση: «Μ’ αγαπάς;», δηλαδή, «είσαι σίγουρος ότι δεν είναι κάποιον άλλο ή, γιατί όχι, κάτι άλλο που αγαπάς;» ή «μπορώ ποτέ να είμαι σίγουρος γι' αυτό;».

Ας υποθέσουμε, αντίθετα, ότι ο παρατηρητής διαθέτει επαρκή επίγνωση της λειτουργίας που προκαλεί ετούτη την αίσθηση του ωραίου, ώστε να διατηρήσει την ψυχραιμία ή την απάθειά του μπροστά στην πράξη που προκαλεί την ψευδαίσθηση. Αργά ή γρήγορα το ραβδί θα καταλάβει ότι σε αυτή την πράξη, με την οποία αλλάζει τη μορφή του για να αρέσει, διατρέχει τον κίνδυνο να μην μάθει ποτέ τι είναι το ίδιο «αληθινά», διότι σε σχέση με την ψεύτικη εμφάνιση με την οποία γίνεται αντιληπτό από τον παρατηρητή ως ωραίο, συλλαμβάνει τη μορφή της αληθινής του ύπαρξης ως κάτι ξένο. Επομένως, συνειδητοποιεί ότι διατρέχει τον κίνδυνο να μην μάθει ποτέ ούτε ποιος είναι, ούτε αν πραγματικά αγαπιέται, αποθέτωντας τη γνώση του «τι πραγματικά θέλω» στο «τι θέλει να δει από εμένα ο παρατηρητής» εξ ου και το άγχος του. Το άγχος δηλαδή παρουσιάζεται ως ένδειξη ότι το υποκείμενο δεν οδεύει προς την επιθυμία του.

Υπάρχει μόνο μία λύση: να αναγνωρίσουμε το στρέβλωμα της μορφής του ως νόμο, νόμο τόσο της εμφάνισής του όσο και του πώς αναγκαία παρουσιάζεται στον θεατή ως «ατελής», ο οποίος επίσης θα υποθέσουμε ότι είναι βουτηγμένος στο ίδιο νερό αφού είναι από τον ίδιο πηλό φτιαγμένος.


[1] Moustapha Safouan, “Is the Oedipus Complex Universal?”, in m/f: a feminist journal, No.5&6, London, 1981, p.85-86. (μτφ. δικιά μου)

[2] Περισσότερα σχόλια και ανάλυση της ψευδαίσθησης της εικόνας, στο βιβλίο μου:

Angelos Tsialides, The Image of a Voice: The Mirror Stage of Jacques Lacan, Scribe of the Letter, 2021. (Μπορείτε να το προμηθευτείτε, εδώ)


08 Ιανουαρίου 2022

The Image of a Voice: The Mirror Stage of Jacques Lacan

It has been since forever that man as a speaking subject has used metaphors to describe the world. Jacques Lacan is the first to bring this fact into a psychoanalytic context, noting that this very metaphorization draws reference from another metaphor that is primordial, where the individual takes his mirror image as a representation of his being.


Man is granted access to his body through his mirror reflection that he mistakes as his own self, which means that the speaking being defines themselves by what characterises that image. The mirror stage is about the constitution of oneself that takes place through the process where the subject attempts to identify with the locus from which the image receives its description.

This book illustrates the mirror stage of Jacques Lacan not only in the metaphorical sense of the word, but also literally: Plurality of illustrations supports the text that is full of examples from everyday life, popular stories, mythology and psychoanalytic cases. The Image of a Voice addresses not only the audience that desires to be introduced to the field of Lacanian psychoanalysis, but also those whose desire has led them to the path of psychoanalytic formation, whether practicing analysts or not.

The Image of a Voice is published and available here


08 Απριλίου 2021

Simulation

I have recently come across a debate over the simulation hypothesis which roughly says that the universe is an artificial simulation, just like a computer simulation, and that reality is a virtual one like The Matrix. My intention here is not to explain the formation of one’s reality, a subject that is addressed into my publication on Jacque Lacan’s concept of the Mirror Stage, but to make an intervention that adds to a previous article I wrote.

The prementioned debate gives rise to the question of why, independently of whether the simulation hypothesis is true or false, it would be so important for someone to believe in or even to go against such an idea - “against” is still a dependence on its existence. Would this affect their way of living? We could agree on the aspect of our desire to find out how things work, and via these discoveries construct tools that will assist our life. Yet, the current insistence takes place over a topic that has no practical application but only bears a satisfaction for verifying or falsifying one’s limitations. We may also wonder here as well, which limitations?

Hence the simulation hypothesis is only sustained in its philosophical dimension, that is to say in the ancient play of thought invented by man to address their premordial questions that concern their subjectivity and ultimately life itself. Removing ourselves from the debate of true or false, we can very well say that the exploration of the universe is at the same time an exploration of our consciousness.  Literally, because the universe we know is not what it is in itself but what we merely perceive, observe, measure, describe or puzzle ourselves onto. In these terms, the universe as we know it is already a simulation of our thought in the same way that Descartes stated “I think therefore I am”. Adding this to the fact that thought itself is part of the universe, we can even further say that universe and thought are reflections of one another, summed up in Alan Watts’ beautiful statement “You are the universe experiencing itself.”

However, what is usually omitted in the philosophical thought is the dimension of enjoyment and the desire of the speaking being. What we can thus say if one puts too much stress on the belief of a universe as simulation, is that they undoubtedly require it as a support, but to what? Not in order to explain the universe as simulation of their thought, but to rather make up a reasoning for their thought as simulation of something else, i.e. how they find themselves living remotely, in a third person’s perspective, just like a simulation, whereby their thought process unwillingly takes their life out of control and their true desire out of track. Proving that the universe is a simulation would then mean unveiling the truth of their unwanted choices and actions, something that is not always clear at first glance. If, for example, one would lose the motivation for their actions in the case of discovering that the universe is a simulation, it means that they never wanted to perform those actions, which were therefore directed from the very beginning by whatever or whoever is supposed to control the simulation, and, by extension, controls their very thought!

Would, then, the attachment on such a hypothesis mean that one is searching for a reason to stop their unwanted actions, or would they simply go on by accusing something beyond themselves for their decisions? The answer is irrelevant, because in either case what is at stake is that one denies their responsibility for the actions they never take! Which actions? These towards the things that cannot be found in any sort of studies which attempt to simulate what it is for one to live by a univers-al formula for well-being with statistics and numbers, namely, the very actions that constitute one’s own way of breathing and that we call “desire”.

For those who are truly in line with their desire, the non-existence of a simulation is irrelevant too.

26 Μαρτίου 2021

The Heav(enl)y Reward

It is a fact that setting a goal for oneself to aim at, produces the corresponding mental coordinates that navigate their actions to its achievement and a motive that provides orientation for the work in progress. Yet why is it so common that people lose themselves in the course of this work, usually as a sense of failure and disappointment, or even as what has been named burnout over the last few years? Multiple motivational quotes are then invocated to assist the suffering person, by further encouraging their work… and their life whose definition has become identical to the word work: “Never give up!” “The only barrier is You!” “Believe in yourself!” “Become a better You!” etc. only for one to come across the same affects that sooner or later happen to re-emerge, sometimes even more powerfully.

Our life experience enlightens us with all the answers from which we draw natural conclusions: Why would there be a burnout if not by some forced labour? And why would there be any disappointment at all, if not due to a failed expectation of being rewarded by our efforts? It is of course inevitable that one demands a reward for their efforts if what they do is something they don’t want to, namely, something they are forced to do.

We may hence well justify that the goal which has initially been set and which directs the subject’s actions has never truly been something the subject themselves desired, or at least not on their own terms. And what’s more, that once the subject is led to the belief that this is their own desire, then the illusion is formed that they like working for it!
 
This is what happens when the goal is based on some sort of idealisation, that is to say a formed ideal image of myself, a future perfect version of me, the one I would like to be and thus I am currently not. “I am not”, signifies that one is negated when they identify with that image: losing any sort of presence in their life by being absorbed into the perfection of the image of a future self.

Trying to become a better version of oneself towards ideality means that the ideal image only motivates work that comes with the promise of some payback, i.e. to be rewarded with something that will complete their image of perfection. Within that discourse there is anticipation that one will be able to get enjoyment once the requirements of the ideal are fulfilled. Consequently, if the reward is not received, the body suffers because the promised object of payback is not received and the image remains incomplete, in other words, fragmented. But isn’t it an oxymoron that the body is experienced as heavy when a part is missing? Why does this happen? Because one is unable to perceive the whole operation of the ideal, namely, that what is experienced as missing from one’s body is not the lack of any anticipated object but the excess of labour itself, i.e. the expended effort towards the ideal; it is precisely because of this effort that one demands compensation. The subject is caught in a vicious circle, stemming from the fact that an ideal image is introjected as one’s true identity. Vicissitudes come by definition in one’s life once the establishment of the ideal image takes place.

How could all this be simplified more, if not by saying that one demands payment only when working for someone other than themselves! The subject is so consumed and absorbed in this process, that in the statement “I am doing this for myself”, the self does not even refer to themselves as a subject but to how they are objectified for some Other who nominates and thus chooses the ideal that the subject takes as their identity: this is precisely the heaviness in taking (i.e. taking the identity of the ideal) which produces the effect of an image of the body that is missing something. As such, the ideal represents the Other incarnating the ‘law’ or ‘rules’ that conduct (a great synonym for order) the subject’s direction of work, and from whom the reward is demanded.

Psychoanalyst Petros Patounas describes true desire as “asking nothing from no one”. Indeed, working towards one’s own desire does not have any reward as its aim, that is to say any object that would complete their body and bring enjoyment, because the very act of working is what makes heaven and defines the body (Patounas calls this mode of being ErgOn). It is an enjoyment independent of the Other. The expectation of a reward only comes when someone acts according to rules for trade, whereby a certain measure is applied as a unit of exchange that defines the fair compensation for the subject’s sacrifice. A sacrifice of what? That of their desire: The subject demands a reward as compensation for giving up their own desire. This of course shouldn’t be misinterpreted as “I do not give, because I don’t want to get anything back from anyone”, because it is still caught up in the discourse of fair exchange: “I don’t give” is in this case related to “I don’t get… a fair exchange”.
 
And, if this is pushed to an extreme, if one declares that something they want is of their own desire but they do nothing to achieve it, or find all sorts of excuses while blaming others, then not only is it not their desire, because blaming others means they ask others for something, but they also demand to be instantly rewarded for exchanging their subjectivity with the idealised image they believe they want.

An honourable statement against the anticipation of life in a future self, would be something that one usually hears in the aforesaid motivational quotes, but which is mostly derived from eastern thought, that one should live in the present. There is a nice play on words here whereby people in their ideal and perfect image lose their present, in both its meanings: the present as temporal and the present as gift. Gift is a nice word for the reward itself, the gift of life. Yet, this quote is often misinterpreted into another idealisation whereby one may short-circuit the ideal image into a demand to acquire absolute enjoyment now as if there is no tomorrow, which is to say that everything will end. What an ideal way to reach a goal! True present is timeless, a never ending one.

It isn’t hard for someone to distinguish what is aligned with their desire from that which is caught up in an ideal, because the experience of their effects on the body speaks for itself: Desire is about aligning one’s actions to whatever supports their breath just by doing it, that is to say, their very act is their own breath. For example, if there is any sort of pressure in helping or serving a fellow person, then there is a hidden expectation of respect and reward, even if this reward is expected from the justice of a God.
 
Christian tradition in its own terms uses the word Theosis (Θέωσις) to describe the destination of all humans, the ultimate goal, whereby one becomes a god. This is a goal beyond any idealisation, because one can only become a god when their deeds do not demand any reward from (any form of) God. And it is certain at this point that the original sin, i.e. eating the fruit that would make one a god, has been from the beginning all about aiming at the deification of oneself that has nothing to do with ‘Τheosis’ – a magnificent word for ‘Desire’ –, but with the assimilation of the object that would complete one’s ideal image to perfection.

The essay above is part of the book The Image of a Voice which is available here


'Adam and Eve'. Illustration by Stella Violari,
illustrator of the book The Image of a Voice


10 Μαρτίου 2021

Split: Desire, a “bad” Valentine

 “I love you, but, because inexplicably I love in you something more than you - the object petit a - I mutilate you.

Jacques Lacan, Seminar XI: The Four Fundamental Concepts of Psychoanalysis


Let’s simplify this by replacing the term “object petit a” with a set of desirable characteristics fantasised by the lover on the beloved person. The beloved one is here reduced into the specific part of themselves described by these idealised attributes, which for the moment we will call “good”, a part that is consequently mutilated from the whole of that person. The lover falls in love with the “good” in the beloved one and as such, “good” is what defines “love”, the “good love” [I use quotation marks to signify the idealised definitions the words receive]. In short, the fantasy of the lover chops some part of the other person, and with that part they form the whole image of the beloved.

But what happens to the part that remains outside the mutilated one? It obviously cannot be really separated; it can only be aborted in the ideal scenario where the prementioned mutilation takes place, the scenario that is called fantasy. The other part, therefore, accompanies the idealised “good” part as a shadow that every now and then makes its presence as a surprise, quite often being in the form of “bad” that brings problems within the relationship. But since the “good” had already formed some person, our beloved person, then the “bad” is perceived as another personage that the lover is unable to recognise in the beloved one and thus can only make sense as something off-character.

Hence, the beloved person is split into a double personality whereby the personality of the “good” and loveable traits is separated from the personality of the “bad” and unwanted traits. In other words, the “bad” traits are encountered as a distinct person that the lover believes they can get rid of, as if they are dealing with two persons and all they have to do is expel the one they don’t like. Even further, the lover cannot accept that the other person carries both “good” and “bad”, that is to say they are mistaken about their choice of the beloved one, because admitting the “bad” in the other means that they are at the same time admitting the “bad” or “fault” within themselves, i.e. that they picked the wrong person to love. Or, by extension, that this bad choice of them is made by a bad self whom they cannot identify with, which is the encounter with their own double personality or split-character: the good one as I would like to be seen and the bad one that must remain hidden from sight. The other person, thus, functions as a mirror in which the subject attempts to see themselves the way they want to be seen, which means that the idealisation and the ideal version of themselves is formed according to someone else’s gaze (a wish to be seen by whom?): the gaze of the Other. The ideal has never been their own and the resulted split is another name for the division of the subject.

But in the final analysis, the failure happens not because the hidden or repressed part makes its presence, i.e. the return of the repressed, but precisely because of the very idealisation of the attributes that causes the production of the repressed part: The “good” of the ideal attributes has been forcefully projected from the lover to the beloved right from the beginning by naming them as such and such, so the problem is not the “bad”, but the definition of “good” which consequently leaves a hidden part outside the visual field, the part that is then nominated as bad. The idealisation in the gaze of the Other makes the experience of one’s true desire, i.e. what doesn't fall into that gaze, as an encounter with something bad. After all, it is in the “bad” of the other that usually appears the realisation that this person is not for me, and perhaps that the relationship is built on idealised standards, or even further with analysis that this person does not support my desire. And if I only see “bad” in the unveiled side of the beloved, then it means that I cannot support their desire either, i.e. the part which is beyond my fantasy. At that point, a choice has to be made whether one opts for the “good” as defined by the ideal / Other with all its consequences, over being guided by their desire. Not an easy choice, because their desire only exists in what was previously characterized as aborted or unwanted part of the loveable in the ideal.

It is thus very common that people choose to turn away from their desire, preserving it in the field of the “bad”, and instead, continue staring deeper into the “good” of their beloved one which holds the ideal image of themselves. Let’s repeat that in these terms, a false definition of “love” is given, becoming synonymous to the idealised “good”. Thus, in the function of the other person as one’s mirror, 'I love the good in the other because I want to see myself / to be seen as good', which is equal to 'I love in the way I assume myself seen as loveable'. Needless to say, the “good” speaks only of a good defined by the ideal, the good of the Other and not any good for the subject. Love” too!... within the definition is receives. The ideal binds and blinds the subject into the idealised false love in the service of the Others gaze (the demand to be seen in a certain way) and allows no space of desire and creation away from that. In fact, the terms “good” and “bad” here appear inverted as far as how they support the desire of the subject. The subject receives their own message back from the Other in an inverted form, Lacan says.

An analysand the other day was describing the major problems of his relationship, but then saying that he doesn’t want to break up because in his relationship there is much love. One obviously wonders how there can exist so serious problems in a relationship if the two persons love each other so much. Responding to the question about what he means when he says “love”, he states: “Love is to support each other; it is to feel each other’s pain”. This person’s true relationship was not with the other person as such, but with pain, becoming an irreducible condition for him to love the other and for himself to be loved, in such a way that in order to support this kind of love they had to inflict pain to each another so that they love each other by feeling each other’s pain. Pain thus here appears in the place of “good”, the idealised love, whereby “I love in you something more than you”. This analysand wasn’t led into analysis because of any sort of suffering brought by this fantasy, but because his partner started denying her place of pain, which for the analysand was the encounter with the part where his fantasy fails.

Would all the above mean that there should be no disagreements in a relationship? This is not true, unless one concludes into another sort of idealisation, that of the ideal relationship. On the contrary, what is highlighted is that disagreements unveil something of the way each partner’s fantasy functions. One can learn so many things about themselves through their own reflection encountered in the beloved one. So, the true question here is: does this relationship only support each other’s ideal image or is there a space of true desire, which means true love beyond the idealised one, i.e. the ideal that forces one to be seen in a certain way in order to be loved? And once you find out, what do you do about it?


[More about the function of the mirror in my upcoming publication on Lacan's concept of the Mirror Stage]

30 Ιανουαρίου 2021

Rebirth

Krister Sundelin, in Quora, provides an interesting answer that covers not only the Quantum Field Theory, but also every model of our world, responding to the question that finally sums up into "What is reality?". But there is another question arising here: Would the initial query be valid if not comparing reality to a specific model, according to which our experience fails? Yet would one be able to operate in the world without such a model?

Krister very nicely explains why such a model is necessary in terms of useful and good enough. Nevertheless, he implicitly notes how such a model would bring trouble if instead of identifying its scope, one treats it as identical to reality itself.

Of course, our interest here expands beyond the definition given by science, and into the way this basic question concerning life comes from the human subject who invents science in order to find an answer. 

As such, we can say that one's struggle in life is when failing to operate in the way Krister describes, i.e. instead of treating the constructed models as a useful tool of assisting the exploration of the world, the speaking being becomes servant of the very models they made. We construct models of the world navigated by the real of our experience, but then another thing happens: we abuse a model to make hard predictions, treating it as final theory of everything, where the living experience is limited into a pre-constructed framework - this is what in psychoanalysis we call (unconscious) fantasy.

One's task, and the task of psychoanalysis, wouldn’t be to navigate the subject into the construction of a convenient world, because there is no final word/world, but to liberate the process of construction itself which is a constant rebirth: one's body - another name for the place of being - is reformed along with the world. It is magnificent how children are continuously fascinated by “same things” exploring them endlessly, treating them as “new” every time. We grow old precisely when we start considering these things “same old things” i.e. we get old along with them, where we encounter less and less things to be excited about. This is how science should operate and that's why children are the best scientists!

Human desire is about exploration of the world/life that aims at an actual creation/re-creation of it, along with one's place within it, one's own body. It is definitely something that goes beyond what has already been described as fantasy and that's why people who act on their desire never get bored of what they do: they experience this constant rebirth where everything is new.

Happy re-birthday everyone.

01 Ιανουαρίου 2021

Annual Review


If you want to conduct your year-end review, ask yourself the question that Lacan asks in his seminar called
The Ethics of Psychoanalysis: “Have you acted in conformity to your desire?”

You maybe respond, “I wanted to, but lockdown restricted me from doing the thing I like”. Well, desire is not only about doing something that I like, that is to say, narrowing it into a specific object of my preferences. What is mostly about, is the inspiration and the will to make-happen. Desire is about creation.

 

Think about a child that wants to play but doesn’t have a playstation, or a racing track toy, or a plain doll. The child that wants to play will find a thousand ways and more to construct those things. The child will pick up a used tin can, a broken branch, a piece of string and play the whole day, wherever s/he may be - and if not, if the child denies to play unless s/he gets a specific toy, then we should consider that there is something wrong with this child.

 

Desire is about making our best out of our current situation. Some people talk about acceptance in a passive and pessimistic way; in a way that “if I accept what’s happening, then I accept that I am a slave”. This forms a necessity, where the only way available is resisting or remaining idle in that situation - which is, too, a resistance because staying idle doesn’t take place without force on one’s body, a force that make the body tired, thus the usual “I do nothing but I am continuously tired”. Acceptance is about considering the current situation as is, and doing what can be done accordingly. If a child is grounded from leaving their bedroom, locked down, and maybe after resisting, would it abandon his game, or would s/he invent one?

 

Don’t place your desire into a specific demand of doing this or that. Desire is the source of creation (another word for life): this is precisely what one shouldn’t lock down.

14 Αυγούστου 2015

Φωνή επιθυμίας

Είχε μεγαλώσει ανάμεσα σε ανθρώπους φωνακλάδες, σε ένα μέρος όπου όλοι φωνάζουν διότι κανένας δεν ακούει. Καθένας ερμηνεύει τον κόσμο μέσα από τη δικιά του φαντασίωση, αντιλαμβάνεται τον κόσμο μέσα από τα δικά του, κι επειδή ο ίδιος δεν ακούει, πιστεύει πως αυτό κάνουν και όλοι οι άλλοι. Φωνάζει για να ακουστεί, διότι ο ίδιος δεν ακούει.

Το μέρος στο οποίο είχε μεγαλώσει ονομαζόταν νησί των γαϊδάρων, ίσως ένα διαφορετικό νησί των γαϊδάρων από εκείνο που έχει περιγράψει κάπου αλλού ένας καλός μου φίλος, ίσως πάλι και να είναι στο ίδιο νησί. Το αποκαλούσαν λοιπόν νησί των γαϊδάρων, όχι για το πλήθος των γνωστών τετραπόδων, αλλά διότι λόγω της συχνότητας που οι κάτοικοι έκαναν χρήση του επιθέτου «γάιδαρος» για να χαρακτηρίσουν τους συνανθρώπους τους, τα τετράποδα έπαψαν να διαφέρουν από τους ανθρώπους. Όλοι έφεραν κοινό μοναδικό χαρακτηριστικό, το einzige zug για το οποίο μίλησε ο Φρόυντ και ο Λακάν, ήταν όλοι γάιδαροι.

Κι αν αρχικά αποκαλούσαν γάιδαρο κάποιον με πείσμα και ανυπακοή, αυτή η ανυπακοή με τον καιρό έλαβε μορφή έλλειψης ακοής, γάιδαρος ήταν εκείνος που δεν άκουε τους άλλους. Μα έπρεπε να τους ακούει και πολύ καλά μάλιστα, διότι ένας γάιδαρος διαθέτει τεράστια αυτιά. Γι’ αυτό και κατέληξε να αποκαλούν κάποιον γάιδαρο για τον πούνε ηλίθιο, ιδιώτη, αυτόν που διαθέτει το όργανο της ακοής αλλά δεν το χρησιμοποιεί. Κουφός στην όποια φωνή, προτιμά την υπεραπόλαυση του αυτοερωτισμού του.

Σε εκείνο το νησί, αφού μιλήσαμε για ηλιθιότητα, ευφυΐα θεωρούσε ο καθένας την ικανότητα να κατανοεί κάτι πριν ο άλλος προλάβει να το πει. Μα αν ευφυΐα αποκαλείται κάτι που προβάλλει τη βασική ιδιότητα του ανθρώπου έναντι στα ζώα, την εξυπνάδα και τη χρήση του λόγου, γλώσσα και λογική μαζί, όταν ο άνθρωπος γίνει γάιδαρος, όπως σε εκείνο το νησί, βασική ιδιότητα γίνεται αυτή του ιδιώτη, της κουφαμάρας σε αυτόν το λόγο. Αυτό που θεωρούσε ο καθένας ευφυές, δεν ήταν παρά εκείνο που προέβαλλε την ηλιθιότητα του αυτοερωτισμού του. Τι κατανοεί κάποιος που δεν ακούει, παραμόνο την ίδιά του τη φαντασίωση, αυτό δηλαδή που έχει ήδη στο μυαλό του, ενώ αρνείται να αφουγκραστεί ένα λόγο που απευθύνεται σε αυτόν, είναι κουφός στο λόγο εκείνο. Όπως το περιέγραψε ο Φρόυντ, δεν ψάχουμε το πραγματικό του αντικειμένου της φαντασίωσής μας για να διορθώσουμε την αντίληψη της παραγματικότητας, αλλά ψάχνουμε να ξαναβρούμε το ίδιο το αντικείμενο, αυτό της φαντασίωσης, στη μορφή που το γνωρίζουμε για να βεβαιωθούμε ότι βρίσκεται ακόμη εκεί.

Ο ήρωας μας λοιπόν, αυτός για τον οποίο ξεκινήσαμε να μιλάμε, υπέφερε όπως και πολλοί άλλοι πάνω σε εκείνο το νησί. Αυτό που αναζητούσαν, αυτό που θα κατεύναζε την ένταση στην οποία ζούσαν, την ένταση εκείνης της φωνής, ήταν κάποιον να απαντήσει στη δική τους φωνή. Πώς όμως γίνεται κανείς να μην ακούει αλλά όλοι να περιμένουν απάντηση; Το να βρεθεί κάποιος που ακούει αληθινά, έχει αξία απάντησης. Κι αν η καθημερινή φράση «η σιωπή μου προς απάντησή σου» έχει απαξιωτική σημασία, είναι διότι αυτό που πραγματικά δηλώνει είναι «δεν ακούω τι λες και καλά κάνεις να σωπάσεις όπως κάνω εγώ», ένα σιωπηρό αίτημα με μεγαλύτερη ένταση κι από αυτή της πιο δυνατής φωνής. Η σιωπή αυτού που αληθινά ακούει δεν είναι απαξίωση αλλά χώρος στην επιθυμία εκείνου που ομιλεί.

«Στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα!», βροντοφώναξε μα κανείς δεν άκουσε, ήταν μια φωνή χωρίς επιστροφή. Περίμενε απάντηση, ποτέ δεν πήρε απάντηση. «Καλύτερα να μιλώ στον τοίχο» είπε, σιγανόφωνα αυτή τη φορά μιλώντας στον εαυτό του, αυτή τη φορά δεν περίμενε απάντηση.. αν του απαντούσε ο εαυτός του, η δικιά του φωνή, θα ήταν κάτι τρομακτικό, αυτό που ο Φρόυντ περιγράφει τόσο δικό μας κι όμως ανοίκειο, unheimleihe. Από τον τοίχο όμως περίμενε επιστροφή. Γνώριζε κατά βάθος ότι «οι τοίχοι έχουν αυτιά», κι ότι ένας τοίχος είναι απαραίτητος για να αντηχήσει η δικιά του φωνή, και μέσα στην αντήχηση, χωρίς τρόμο να ακούσει τον εαυτό να εκφέρει το λόγο, την επιθυμία του να μιλά. Έψαχνε κάποιον να ενσαρκώσει αυτή τη λειτουργία του τοίχου, την επιστροφή της φωνής του, όπου θα μπορούσε να αναγνωρίσει στο άκουσμά της «ναι, αυτή είναι η δικιά σου φωνή, η δικιά σου επιθυμία, μην τη διαπραγματεύεσαι, ακολούθησέ την», έψαχνε εκείνον που θα μπορούσε να υποστηρίξει την επιθυμία του.

Αυτοί όμως που απαντούσε, αστεία η συνωνυμία της λέξης «απαντώ» με τη λέξη «συναντώ», δε διέθεταν αυτή τη σημαντική λειτουργία. Ήταν άνθρωποι που δεν μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τη φωνή τους για να υποστηρίξουν την επιθυμία κάποιου άλλου, δεν έφεραν φωνή αγάπης, φωνακλάδες της υπεραπόλαυσης. Με την ένταση της φωνής τους προσπαθούσαν να διαγράψουν κάθε άλλη φωνή, δεν ήταν τοίχος αλλά τείχος σε αυτή, σε κάθε ξένη επιθυμία παρεξηγημένη ως απειλητικό αίτημα προς τους ιδίους. Γι’ αυτό και κουφάθηκαν, για να μην ακούνε φωνές, κουφάθηκαν και μέσα στην κουφαμάρα ούτε τη δικιά τους επιθυμία δεν μπορούσαν να ακούσουν, ξέχασαν τη φωνή της, την απώθησαν καθώς κανείς δεν μπορούσε να τους εγγυηθεί τι είδους φωνή θα ακούσουν. Έγιναν ζητιάνοι μιας εγγύησης για την επιθυμία τους. Αυτό τους έκανε ακόμα πιο φωνακλάδες, μια ελπίδα που τους είχε απομείνει ότι η δικιά τους φωνή θα αντηχήσει άμα είναι δυνατή, αν τύχει να αντηχήσει, όμως ποιος μπορεί να απαντήσει στο προσωπικό αίνιγμα «τι επιθυμώ» παρά του καθενός η δικιά του φωνή..

Μα για να συμβουλεύσει κάποιος έναν κουφό, αυτό προϋποθέτει ότι το πρόβλημα είναι ήδη λυμένο, κι αν η συμβουλή είναι «άκου την επιθυμία σου», το παράδοξο είναι ότι τη συμβουλή αυτή δεν μπορεί ούτε να την ακούσει, ούτε να την ακολουθήσει ένας κουφός.

Άγγελος

12 Μαρτίου 2015

Μαλώνουν ένα παιδί



Παρατηρώ να δημοσιεύεται κατά καιρούς το πιο πάνω σκίτσο και νιώθω την ανάγκη να κάνω ορισμένες παρεμβάσεις σε αυτονόητες επιφανειακά ερμηνείες. Το σκίτσο προσπαθεί να αποτυπώσει μια προβληματική μεταβολή της θέσης των γονέων, οι οποίοι στην πιο παλιά εποχή επιρρίπτουν ευθύνες στο παιδί που “λαμβάνει” τη βαθμολογία  (το ενεργητικό ρήμα “λαμβάνω” να δηλώνει ότι η ευθύνη της βαθμολογίας είναι σε αυτόν που την λαμβάνει, στο παιδί), ενώ στην σύγχρονη εποχή να επιρρίπτουν ευθύνες στον δάσκαλο που “δίνει” την βαθμολογία (ομοίως με προηγουμένως, το ενεργητικό ρήμα “δίνω” να δηλώνει ότι η ευθύνη της βαθμολογίας είναι σε αυτόν που την δίνει, στον δάσκαλο).

Επεκτείνοντας λίγο την πιο πάνω διατύπωση, συναντούμε το παιδί της πρώτης εικόνας, δέκτη όλης της πίεσης των γονέων, να αντιδρά και να γίνεται ο γονιός της δεύτερης εικόνας που δεν επιρρίπτει καμία ευθύνη στο παιδί, αλλά την μεταφέρει σε λάθος άτομο.

Αυτό θα ήταν ένα εκ πρώτης όψεως μήνυμα, όμως πέραν από τις πιο πάνω υποκειμενικές περιγραφές επίρριψης ευθύνης, που τοποθετουνται σε εικονο-φαντασιακή διάσταση (imaginary) κατά τον Λακάν, το σκίτσο απεικονίζει κάτι πραγματικό: Η αληθινή θέση των γονέων όχι μόνο δεν μεταβάλλεται από την μια εικόνα στην άλλη, αλλά παραμένει σταθερός άξονας του προβλήματος: Οι γονείς και στις δυο περιπτώσεις δεν αναλαμβάνουν τη δική τους ευθύνη για τη βαθμολογία του παιδιού τους, αλλά την μεταφέρουν πάνω στους άλλους.

Το παιδί δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να υποθέτει τη θέση του στη ζωή σε σχέση με μια επιθυμία, μια ασυνείδητη φαντασίωση των γονιών του. Το γεγονός ότι ένα παιδί έχει ανάγκη τους γονείς του για να ικανοποιήσει τις βιολογικές του ανάγκες και να ζήσει, είναι αιτία αγάπης. Αγαπά τον Άλλο που το φροντίζει, του ικανοποιεί τις ανάγκες, και δεν μπορεί παρά να στηρίζεται στο ότι και ο Άλλος θα το αγαπά για να του παρέχει ό,τι χρειάζεται.  Πώς όμως να προκαλέσει αυτή την αγάπη του Άλλου προς το ίδιο; Με το να εντοπίσει την έλλειψη του Άλλου και να λάβει τη ανάλογη θέση που να συμπληρώνει αυτή η έλλειψη. Μια θέση στη φαντασίωση των γονιών.

Πρόσφατα βρέθηκα με έναν φίλο, ο οποίος κάποια στιγμή μου ανέφερε ένα καθημερινό περιστατικό που αντιμετωπίζει στην οικογένειά του: Ο γιος του, τεσσάρων χρόνων, αρνείται να φάει και η γυναίκα του, η μάνα του παιδιού, να μαλώνει το παιδί προσπαθώντας να το συνετίσει για να φάει.

- Δοκίμασες να πεις στη γυναίκα σου να μην πιέζει το παιδί;
- Ναι, της λέω “πόσο φαϊ θέλει ένα παιδί, εσύ τρως λιγότερο από αυτόν!”

Θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε στα γρήγορα μια ταύτιση με την μάνα που δεν τρώει, αλλά η αλήθεια βρίσκεται κάπου αλλού..

- Κι αυτή τι σου απαντάει άμα της λες έτσι;
- Μου λέει “χρειάζεται φαϊ για να μεγαλώσει, κι εγώ πώς να είμαι σωστή μάνα άμα δεν τον μαλώσω για να φάει;”

Η μάνα μέσα στην εκφορά της δηλώνει την φαντασίωσή της να είναι σωστή μάνα, και ότι αυτό πραγματοποιείται με το να μαλώνει το παιδί της. Τα πράγματα “μιλάνε” από μόνα τους (ή κατακρίβειαν τα υποκείμενα ομιλούν από μόνα τους): Το παιδί δεν αντιδρά στην μάνα, αλλά ίσα-ίσα κάνει αυτό που θέλει η μάνα. Το παιδί ασυνείδητα γνωρίζει πως πρέπει να φέρει αντίσταση στην απαίτηση της μάνας του, για να την ικανοποιήσει δίνοντάς της τη θέση της σωστής μάνας που θα τον μαλώσει.

Η οποιαδήποτε θέση ενός παιδιού λαμβάνεται ανάλογα με την το πως ερμηνεύει την επιθυμία των γονιών που αγαπά. Σε αυτό το σημείο μπορούμε να αναλογιστούμε την ευθύνη των γονιών στο σκίτσο.

Όμως ας αναφερθώ για λίγο στον μηχανισμό της απώθησης, μια άμυνα προς το τραυματικό, δηλαδή σε κάτι που μας συμβαίνει στο οποίο αδυνατούμε να δώσουμε εξήγηση. Είναι αυτό που κάνει το μεγαλύτερο μέρος της παιδικής μας ηλικίας να μην το θυμόμαστε. Λέω “να μην το θυμόμασετε” διότι το “μην” είναι άρνηση μιας αλήθειας που γνωρίζει πολύ καλά το ασυνείδητο, το "μην" δηλώνει απουσία από την συνείδηση. Η απώθηση είναι αυτό που κάνει τον “παλιό” να θυμάται την εποχή του με τόση νοσταλγία, να την χαρακτηρίζει για την αγνότητά της, διότι το κακό έχει απωθηθεί και παραμένει η εντύπωση μιας “καλής εποχής”.

Με αυτά, μπορούμε να υποθέσουμε μια άλλη αλήθεια που βρίσκεται στο επίπεδο του υποκειμένου της εκφοράς, δηλαδή του ιδίου του σκιτσογράφου, ενός διαφορετικού υποκειμένου από αυτό του εκφερομένου, αυτού δηλαδή που απεικονίζουν τα σκίτσα.

Αν ο σκιτσογράφος έχει κάνει αυτό το σκίτσο θεωρώντας ότι η προβληματική εικόνα είναι η δεύτερη, το ότι δηλαδή μαλώνουν τη δασκάλα, τότε μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι βλέπει τον κόσμο με τα μάτια της δασκάλας που αδίκως κατά τη γνώμη του κατηγορείται. Το πρόσωπο το οποίο μεγαλώνει από τη μια εικόνα στην άλλη, δεν είναι το παιδί που γίνεται γονιός, αλλά το παιδί που γίνεται δάσκαλος - εδώ απεικονίζεται δασκάλα, όμως η συμβολική διάσταση ενσαρκώνει την ιδιότητα δάσκαλος ασχέτως φύλου. Ο σκιτσογράφος εκφέρει το παράπονό του, την δική του αλήθεια, πως όταν ήταν μικρός τον μάλωναν για τα “λάθη” του, όμως σήμερα δεν μαλώνουν τους μικρούς για τα “λάθη” τους, μαλώνουν τους δασκάλους. Ποιοι μαλώνουν; Οι γονείς. Η λέξη “γονείς” που μαλώνουν, ενσαρκώνει τους δικούς του στους γονείς των μαθητών. Το τραυματικό που ο ίδιος ως παιδί μαλώνεται από τους γονείς απωθείται, ενώ παραμένει μια ωραία εικόνα της εποχής. Δίδεται μάλιστα και μια εξήγηση ότι έτσι είναι το “σωστό”, να μαλώνεται το παιδί. Το απωθημένο επιστρέφει όταν ξανά συναντά την εφαρμογή της έννοιας “σωστό”, ότι δηλαδή τώρα δεν μαλώνουν το παιδί. Μέσα στο “δεν” της άρνησης βρίσκεται και η επιβεβαίωση της αλήθειας στο ασυνείδητο, ότι ναι μαλώνουν το παιδί, που είναι το ίδιο παιδί της πρώτης εικόνας, αυτή τη φορά στο ρόλο του δασκάλου. Τελικά το παράπονο είναι: “Γιατί οι γονείς μου με μαλώνουν;” Μέσα από τα σημαίνοντα με τα οποία έχει δεθεί το απωθημένο, επιστρέφει κάνοντας την εμφάνισή του το ίδιο το τραύμα.

Άγγελος

31 Δεκεμβρίου 2014

Καθρέφτης ευτυχίας

Τον αποκαλούσαν σοφό. Εντυπωσίαζε τον περίγυρο του με το πόσο καλά είχε φιλοσοφήσει τη ζωή. Νοιαζόταν για τους άλλους. Μοιραζόταν με αυτούς τις συμβουλές για ευτυχία που του είχε διδάξει η ζωή: “Πρέπει να σκέφτεσαι θετικά”, “ξέχνα αυτά που σε κρατούν πίσω στο παρελθόν”, “πρέπει πάντοτε να είσαι ο εαυτός σου”..

Ο κόσμος τον ήξερε συνέχεια χαρούμενο.. γίνεται κάποιος να έιναι συνέχεια χαρούμενος; Οποιοδήποτε συναίσθημα έχει αρνητική έννοια, λύπη, θυμός κ.α. το είχε αντικαταστήσει με χαμόγελο και ένα μόνιμο ενθουσιασμό. Ξεκινούσε τη μέρα του διαβάζοντας “motivational quotes”, τέλειωνε τη χρονιά του κάνοντας απολογισμό και «new year’s resolutions», μια προσπάθεια αγάπης του μελλοντικού του εαυτού που θα έχει ξεπεράσει την έλλειψη που στο παρόν αισθανόταν.

Μια μέρα δεν άντεξε, μίλησε σε έναν φίλο που τον ρώτησε πώς μπορεί να είναι συνέχεια ευτυχισμένος: “Με βλέπετε όλοι ευτυχισμένο, δεν μπορείτε όμως να φανταστείτε πόσο μέσα μου υποφέρω”, του εμπιστεύτηκε. Ήταν μυστικό, δεν έπρεπε να το μάθει κανείς. Βρισκόταν στην αναζήτηση του χρυσού κανόνα της ευτυχίας και δεν έπρεπε να δείξει αδυναμία. Η αδυναμία ήταν για αυτόν σημάδι ότι ξεφεύγει από τους στόχους του. Αντίθετα, μοιραζόμενος τα αποφθέγματα σοφίας με τους γύρω του, ήταν ένας τρόπος να τα μιλά στον εαυτό του, με τους άλλους ως καθρέφτη του εαυτού του – αυτό που έκανε και τα πρωινά που διαβάζε “motivational quotes”. Το “υποφέρω” δεν έπρεπε να το πει στον καθρέφτη του. Εκεί, στην περίπτωση του φίλου του, σε κάποιον Άλλο το έλεγε..

Υπήρχε ακόμα κάποιος στον ίδιο περίγυρο: ο τρελός. Τον αποκαλούσαν έτσι διότι ο τρόπος ζωής του διέφερε από τις νόρμες της κοινωνίας, παρόλο που δεν δημιούργησε ποτέ πρόβλημα σε κάποιον, ίσα-ίσα οι άλλοι ήταν που διασκέδαζαν την ιδιεταιρότητά του. Φαινόταν ευτυχισμένος, όμως η ευτυχία του ήταν διαφορετική από του σοφού. Οι άλλοι έλεγαν ότι δεν μπορούσε να αντιληφθεί τα προβλήματα του κόσμου. Ίσως έλεγαν έτσι διότι δεν είχε κάποια σοφία να μοιραστεί μαζί τους. Αυτόν πήγε να συναντήσει ο σοφός.

“Και τώρα τι κάνω;” ρώτησε ο σοφός τον τρελό.
“Γιατί δεν κάνεις ψυχανάλυση;”

Σύντομα, μέσα στη ψυχανάλυση, κι αφού άρχισε να διαπιστώνει ότι πολλές επιλογές που θεωρούσε ιδιέταιρα δικές του, δεν είναι παρά ασυνείδητες εκφράσεις ταυτοποιήσης με κάτι Άλλο, ο σοφός διερωτάται: “Λέω πως πρέπει πάντοτε να είμαι ο εαυτός μου. Ποιος είναι όμως ο εαυτός μου;”


Προτεινόμενη δημοσίευση: Καθρέφτες σπασμένοι

20 Αυγούστου 2014

Η κοσμοθεωρία της τελειότητας

«Όλοι οι άνδρες είναι έτσι»...

«Όλες οι γυναίκες είναι αλλιώς»...

«Όλοι οι άνθρωποι είναι κακοί»...
                                                       (...«εκτός από κάποιες εξαιρέσεις»)

Το υποκείμενο θύμα μιας κατάστασης, ενός έργου που ζει κατεπανάληψη, καταλήγει στο να σχηματίσει τη δική του κοσμοθεωρία, τη δική του αλήθεια που εξηγεί τα γεγονότα και κατευνάζει την απόγνωση του τραυματικού «γιατί όλα αυτά τυχαίνουν συνέχεια σε εμένα;». «Οι άνδρες», «οι γυναίκες», το Χ σύνολο, σημαίνον της παράστασης, γίνεται σύμβολο ενός χαρακτηρισμού Ψ. Επειδή μάλιστα αυτή η κοσμοθεωρία τίθεται συχνά υπό αμφισβήτηση με εκ νέου παρατηρήσεις, το υποκείμενο έχει μάθει να συλλέγει στοιχεία που να την επιβεβαιώνουν. Συναναστρέφεται με άτομα που έχουν καταλήξει στα ίδια συμπεράσματα και μοιράζονται τα ίδια σύμβολα, τα επικυρώνει σε στήλες περιοδικών με στατιστικές μελέτες που αγνωούν την ξεχωριστή φωνή του κάθε ανθρώπου και τον ανάγουν σε ένα αριθμητικό ποσοστό, μέρος μιας καθολικής αλήθειας.. δεν υπάρχει καθολική αλήθεια, ο καθένας έχει τη δική του αλήθεια. 

Αυτός ο τρόπος χειρισμού του ανεξήγητου τραύματος, δεν είναι προϊόν καινούργιο, μιας σκέψης που έχει ωριμάσει, αλλά έχει ρίζες στα πρώτα κιόλας χρόνια της παιδικής ηλικίας, με την προσπάθεια να δοθούν απαντήσεις κι εξηγήσεις στο τραύμα της ίδιας της ζωής: «Γιατί γεννήθηκα; Με ποια επιθυμία γεννήθηκα;», «πώς ήρθα στον κόσμο, από πού έρχονται τα παιδιά στον κόσμο;», «ποια η διαφορά στο αγόρι και στο κορίτσι;», «τι σχέση με αυτά έχει ο πατέρας και η μητέρα;». Το παιδί, προσπαθώντας να τοποθετήσει τον εαυτό του μέσα στις απαντήσεις, συμπεραίνει και τον ρόλο του μέσα στον κόσμο, ώστε αυτός ο κόσμος να είναι τέλειος, να εξηγεί το τραυματικό. Οι απαντήσεις συμπεραίνονται από τα σημαίνοντα που λαμβάνονται από τον μεγάλο Άλλο, που στην αρχή ενσαρκώνεται από τη μητέρα και τον πατέρα, έπειτα μέσα στη γλώσσα από τα κάθε λογής σημαίνοντα που μας περιτριγυρίζουν: κοινωνικοί θεσμοί, κουλτούρα, νόμοι, θρησκεία. Ένα αμάλγαμα ιδανικών που σχηματίζει την εικόνα του τέλειου μας εαυτού, του ιδανικού-του-εγώ ως φωνή της συνείδησης. Κι αυτό το ιδανικό-του-εγώ δημιουργεί μια ασυνείδητη φαντασίωση, όπου ερμηνεύοντας την έλλειψη στον Άλλο, το υποκείμενο λαμβάνει και απολαμβάνει τη δική του θέση στο να συμπληρώνεται αυτή η έλλειψη ώστε ο Άλλος να εξακολουθεί να είναι τέλειος. Το «είμαι το θύμα» δεν είναι ένδειξη της ατέλειας του κόσμου, αλλά ακριβώς της τελειότητας που συμπληρώνει και ισορροπεί το «ο κόσμος είναι κακός». Ατέλεια θα εμφανιζόταν αν ένα από τα δυο δεν υπήρχε.

«Όλοι οι άνδρες είναι έτσι»...

«Όλες οι γυναίκες είναι αλλιώς»...

«Όλοι οι άνθρωποι είναι κακοί»...

Αυτή η κοσμοθεωρία δεν χωράει αμφισβήτηση. Ό,τι την διαταράσσει, απωθείται, εκλογικεύεται, ανάγεται στην σπάνια εξαίρεση. Αν τα σύμβολα κλονιστούν, το υποκείμενο βρίσκεται αντιμέτωπο με τον κλονισμό του τέλειου Άλλου. Κλονίζεται η εγγύηση της κοσμοθεωρίας που καλύπτει το τραυματικό του ανεξήγητου παθήματος, του «γιατί όλα αυτά τυχαίνουν συνέχεια σε εμένα;». Το υποκείμενο βρίσκεται αντιμέτωπο με το άγχος του πραγματικού, της πραγματικής αλήθειας, σε αντίθεση με την κατασκευασμένη αλήθεια που σκοπό έχει να καλύψει την πραγματική και το άγχος που συνεπάγεται: Την ευθύνη του ιδίου του υποκειμένου στο να διατηρεί τη θέση του θύματος, ο δικός του ενεργός ρόλος να θυματοποιείται, η δική του φαντασίωση να θέλει να απολαμβάνει ως θύμα! Εμφανίζεται η αλήθεια του υποκειμένου που απολαμβάνει το σύμπτωμά του και δεν θέλει να το αποχωριστεί. Θέλει να το κρατήσει πάση θυσία, όπου στην προκειμένη περίπτωση η θυσία είναι του ίδιου του υποκειμένου, γίνεται δηλαδή πάλι θύμα, ένας φαύλος κύκλος για να διατηρηθεί η κοσμοθεωρία που κατευνάζει το άγχος δίνοντας νόημα στην κατάσταση που βιώνει. Δεν προσφέρει όμως κάποια αλλαγή στον επαναληπτικό της χαρακτήρα, ίσα-ίσα τη διαιωνίζει.

«Γιατί όλα αυτά τυχαίνουν συνέχεια σε εμένα;» διερωτάται προσπαθώντας να εμπλέξει την τύχη, που κατακρίβειαν είναι α-τυχία, απουσία τύχης, απουσία τυχαιότητας. Κάποιο στοιχείο παίζει ενεργό ρόλο στη δημιουργία και επανάληψη της θυματοποίησης. Διότι το να γνωριστούμε για παράδειγμα με κάποιον άνθρωπο στη ζωή πιθανόν να είναι τυχαίο. Το πώς θα τον εντάξουμε όμως στη δική μας ζωή, καθορίζεται από κάποια αιτία: Η ασυνείδητη επιθυμία που τοποθετεί στη ζωή μας το ανάλογο άτομο στην κατάλληλη θέση για ικανοποίηση της ασυνείδητης μας φαντασίωσης. Το υποκείμενο θύμα, μόνο του επιλέγει τον θύτη.

Κι αν προηγουμένως αναφέρθηκα στο άγχος μπροστά στη θέα της προσωπικής ευθύνης στην απόλαυση του συμπτώματος, το ότι δηλαδή δεν φταίνε οι άλλοι που θυματοποιούμαι αλλά μόνος μου κρατάω αυτή τη θέση, η αιτία του άγχους δεν είναι αυτό καθαυτό το γεγονός της αντίληψης του ότι το απολαμβάνουμε. Το άγχος συνίσταται στο ότι για την απελευθέρωση από το σύμπτωμα απαιτείται η παραχώρηση αυτής της απόλαυσης. Το άγχος επέρχεται μπροστά στον κίνδυνο του αποχωρισμού της απόλαυσης. Μπρος στο χρέος για ζωή, το τίμημα που πρέπει να πληρωθεί, ο αποχωρισμός της απόλαυσης, έστω κι αν αυτή η απόλαυση είναι προβληματικής φύσης, φαντάζει τίμημα θανάτου. Διότι η απόλαυση πηγάζει από τον Άλλο, δια μέσω του οποίου το σύμπτωμα αποκτά νόημα, του Άλλου ως εγγυητή του «έτσι είναι η ζωή», με τον οποίο είναι δέσμιο το υποκείμενο. Ο χωρισμός του υποκειμένου από τον Άλλο είναι συνεπώς χωρισμός από τον εγγυητή της ύπαρξης. Καθώς η σκέψη και η απόφαση είναι ασυνείδητες διεργασίες, είναι δηλαδή εκφράσεις της φωνής του Άλλου, του ιδανικού-του-εγώ μέσα μας το οποίο μας ορίζει τι είναι καλό και τι είναι κακό, τι είναι σωστό και λάθος, τότε αυτή η φωνή του Άλλου δεν μπορεί να ακυρώσει τον ίδιο τον Άλλο, δηλαδή να αυτοαναιρεθεί. Αυτό απαιτεί την αποκλειστική ευθύνη του υποκειμένου, η πράξη δηλαδή του χωρισμού είναι μια πράξη χωρίς εγγυητή. Κανείς δεν εγγυείται στο υποκείμενο τι έπεται, εξού και το άγχος θανάτου. Είναι όμως ένας θάνατος που γεννά ένα καινούργιο, ελεύθερο υποκείμενο. Η δε απόλαυση που έχει αποχωριστεί, γίνεται αντικείμενο θυσίας που αντικαθιστά τη μέχρι τώρα θυσία του ιδίου του υποκείμενου. Ανοίγει τον δρόμο στην ηθική, στην απελευθερωμένη από τον Άλλο επιθυμία, τη δημιουργία ιδιαίτερης ταυτότητας και προσωπικών απαντήσεων που αναδύουν μια άλλη απόλαυση μη προβληματική έναντι στην ατέλεια του Άλλου, μια απόλαυση που δεν χρειάζεται κοσμοθεωρίες.


Άγγελος